- ἀώρων
- ἄωρος 1untimelymasc/fem/neut gen plἄωρος 2foremasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ … Dictionary of Greek
ANIMAS ex Inferis — Magicâ opc evocari posse, ad oracula responsitanda, creditum olim inter Gentilium complures. Saniores tamen eorum haac de re merito dubitantes, solas ἀώρων et βιοθανάτων Animas ad hoc elici crediderunt, non etiam ad Inferos iam redactas et… … Hofmann J. Lexicon universale
INFERI — fabula Plin. l. 2. x. 63. ubi de avaritia hominum, in ipsa rerrae viscera penetrantium, Si ulli, inquit, essent Inferi, iam profecto illos avaritiae atque luxuriae cuniculi refodissent. Imo et Iuv. Sat. 2. l. 1. v. 149. et seqq. Esse aliquos… … Hofmann J. Lexicon universale
NECYOMANTIA — seu NECROMANTIA, aliter Anagogitis, Plinio l. 35. c. 11. ab evocando Deûum Manium imagines. Cicero 1. Tusc. Inde ea, quae meus amicus Appius Necyomantia faciebat: Inde in vicinia nostra Averni lacus: Unde anime excitantur, obscura umbra, aperto… … Hofmann J. Lexicon universale
γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… … Dictionary of Greek
πολυχρωματοφιλία — η, Ν ιατρ. η ταυτόχρονη ή διαδοχική χρώση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων με διαφορετικές χρωστικές, η οποία εμφανίζεται σε περιπτώσεις ταχείας ερυθροποιήσεως. και παρουσίας άωρων ερυθρών αιμοσφαιρίων στο περιφερειακό αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek